- σφαγιασμός
- ο1) прям. , перен. принесение в жертву; 2) перен. попирание, грубое нарушение; 3) перен. уничтожение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σφαγιασμός — slaying masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαγιασμός — ο, ΝΜΑ [σφαγιάζω] θυσία νεοελλ. 1. ομαδική σφαγή, μακελειό 2. μτφ. αφανισμός, καταστροφή … Dictionary of Greek
σφαγιασμός — ο 1. σφαγή. 2. καταστροφή, αφανισμός, εξόντωση: Δεν μπόρεσε να εμποδίσει το σφαγιασμό των εθνικών δικαίων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σφαγιασμοῖς — σφαγιασμός slaying masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαγιασμῶν — σφαγιασμός slaying masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρδιοσφάγισμα — καρδιοσφάγισμα, τὸ (Μ) σφαγιασμός τής καρδιάς, οδύνη … Dictionary of Greek
κυνοκτονία — η (Α κυνοκτονία) [κυνοκτόνος] σφαγιασμός σκύλων … Dictionary of Greek
λειάνισμα — το [λειανίζω] 1. κόψιμο σε πολύ μικρά κομμάτια, κατατεμαχισμός 2. σφαγιασμός … Dictionary of Greek